χαλκισμός

χαλκισμός
ὁ, Α [χαλκίζω]
είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα* («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν
καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαλκισμός — game played by spinning a copper coin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκισμόν — χαλκισμός game played by spinning a copper coin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκίζω — ΜΑ [χαλκός] λάμπω όπως ο χαλκός («χαλκίζειν τῇ χροιᾷ», Ευστ.) αρχ. 1. ηχώ όπως ο χαλκός όταν κρούεται («φωνὴ χαλκίζουσα», Πολυδ.) 2. παίζω το παιχνίδι χαλκισμός* …   Dictionary of Greek

  • χαλκίνδα — ἡ, Α 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο ανάμεσα στα δάχτυλά τους χάλκινο νόμισμα, το οποίο είχαν ρίξει ψηλά με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. χαλκισμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”